εὔτυκος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτῠκος''': -ον, [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους ([[οὕτως]] ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… [[εὔτυκος]] [[αὐτόθι]] 974· [[θεῖος]] προφάτας [[εὔτυκος]]… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.
|lstext='''εὔτῠκος''': -ον, [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους ([[οὕτως]] ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, [[γλῶσσα]] [[αὐτόθι]] 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… [[εὔτυκος]] [[αὐτόθι]] 974· [[θεῖος]] προφάτας [[εὔτυκος]]… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien préparé, tout prêt ; ποιεῖν [[τι]] ESCHL à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεύχω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτῠκος Medium diacritics: εὔτυκος Low diacritics: εύτυκος Capitals: ΕΥΤΥΚΟΣ
Transliteration A: eútykos Transliteration B: eutykos Transliteration C: eytykos Beta Code: eu)/tukos

English (LSJ)

ον, rare form for sq.,

   A well-built, εὐτύκους δόμους A.Supp.959 (Porson).    II ready, γλῶσσα ib.994: c. inf., πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον . . εὔτυκος ib.974 (anap.); ὑμνεῖν B.8.4; ἐς χορόν Pratin.Lyr.2; πῦρ εὔ. ἔστω Theoc. 24.88; ἁ θεὸς εὔ. ἕρπει (fort. ἕρπειν) Call.Lav.Pall.3; [κρέα] v.l. in Hdt.1.119.

German (Pape)

[Seite 1104] = Folgdm, wohl bereitet, fertig, bereit, πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος Aesch. Suppl. 952, wie πᾶς δ' ἐν μετοίκῳ γλῶσσαν εὔτυκον φέρει κακήν 972; πῦρ μέντοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω Theocr. 24, 86; εἴς τι, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a. – Hesych. erkl. das adv. εὐτύκως durch ῥᾳδίως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτῠκος: -ον, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ., καλῶς ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους (οὕτως ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, γλῶσσα αὐτόθι 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… εὔτυκος αὐτόθι 974· θεῖος προφάτας εὔτυκος… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien préparé, tout prêt ; ποιεῖν τι ESCHL à faire qch.
Étymologie: εὖ, τεύχω.