ζημίωμα: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζημίωμα''': τό, ([[ζημιόω]]), τὸ ἀπολεσθέν, [[ποινή]], [[πρόστιμον]], Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C. | |lstext='''ζημίωμα''': τό, ([[ζημιόω]]), τὸ ἀπολεσθέν, [[ποινή]], [[πρόστιμον]], Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ζημιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ζημιόω)
A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; -ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg.764c. 2 loss, opp. λῆμμα, BGU419.13 (iii A.D.); injury, damage, ζ. προστρίβεσθαί τινι D.C.52.33.
German (Pape)
[Seite 1139] τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.
Greek (Liddell-Scott)
ζημίωμα: τό, (ζημιόω), τὸ ἀπολεσθέν, ποινή, πρόστιμον, Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.
Étymologie: ζημιόω.