ἐφορμή: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204. | |lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assaillir, attaque;<br /><b>2</b> endroit par où l’on attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.22.130, cf. A.R.4.148, Opp.H.4.623; assault, attack, πόλεις ἐφορμαῖς λαβεῖν Th.6.90; enterprise, A.R.4.204.
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμή: ἡ, εἴσοδος, δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - προσβολή, ἐπίθεσις, ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· ἐπιχείρησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d’assaillir, attaque;
2 endroit par où l’on attaque.
Étymologie: ἐφορμάω.