ἐφορμάω
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
Ion. ἐπορμάω,
A stir up, rouse against one, οἵ μοι ἐφώρμησαν πόλεμον Il.3.165; ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους Od.7.272; ἐπορμῆσαι τοὺς λύκους set them on, Hdt.9.93; ᾧ καὶ Ζεὺς ἐφορμήσῃ κακά S.Fr.680; σῦν Ant.Lib.2.2: c. dupl.acc., ναύτας ἐφορμήσαντα.. τὸ πλεῖν having urged them on to sail, S.Aj. 1143: c. acc. et inf., Orph.L.26.
II intr., rush upon, attack, τινι E.Hipp.1275 (lyr.), Plu.Pomp.19, etc.; ἐπί τινα D.C.36.24: abs., Plb.8.6.1: c. inf., desire, Opp.H.2.94, Orph.L.34; f.l. for ἀφορμ- in X.HG1.6.21.—This use is more freq. in Pass. (v. infr.).
III Pass. and Med., to be stirred up: c. inf., to be eager or desire to do, θυμὸς ἐφορμᾶται πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Il.13.74, cf. Od. 1.275, 21.399, etc.: abs., rush furiously on, ἔγχει ἐφορμᾶσθαι Il.17.465: mostly in aor. part. Pass., ἐφορμηθείς 6.410, etc.; ἄκοντι ἐφορμαθείς Pi.N.10.69; ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου A.Pers.462: without hostile sense, spring forward, τρὶς μὲν ἐφωρμήθην Od.11.206, cf. Hes.Op.459: c. acc., rush upon, make a dash at, ὥς τ' ὀρνίθων.. αἰετὸς αἴθων ἔθνος ἐφορμᾶται Il.15.691, cf. 20.461; so ἐφορμής εσθαι ἀέθλους Hes.Sc.127: rarely (if ever) found in Prose, dub.l.in Th.6.49.
German (Pape)
[Seite 1122] antreiben, anreizen gegen Jem., erregen, πόλεμον, ἀνέμους τινί, Il. 3, 165 Od. 7, 272; ἄνδρα ναύτας ἐφορμήσαντα τὸ πλεῖν Soph. Ai. 1122, zur Schifffahrt; τινὶ κακά frg. 611. – Pass. feindlich auf Einen losstürmen, andringen; ἔγχει ἐφορμᾶσθαι Il. 17, 465; εἴσω 18, 282; – c. acc., ὥστ' ὀρνίθων – αἰετὸς ἔθνος ἐφορμᾶται, er stürmt auf die Schaar der Vögel ein, Il. 15, 691, vgl. 20, 461; oft ἐφορμηθείς, Il.; ἄκοντι ἐφορμηθείς, mit dem Speere andringend, Pind. N. 10, 69; absolut, Aesch. Pers. 454; allgemein, darauf zueilen, nicht feindlich, Od. 11, 206 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 513; Hes. Sc. 127; auch aor. med., ἐφορμήσασθαι ἀέθλους, = ἐπ' ἀέθλους. Übertr., θυμὸς ἐφορμᾶται, c. inf., das Herz fühlt sich getrieben, hat Luft, ἴμεν, zu gehen, Od. 4, 713, vgl. Il. 13, 74 Od. 1, 275, u. ohne θυμός, ἢ ὅγ' ἐφορμᾶται ποιησέμεν, 21, 399. – In Prosa, bes. der späteren, wird das act. in dieser Bdtg gebraucht, anstürmen, angreifen, vgl. Eur. Hipp. 1274 ᾧ πτανὸς ἐφορμάσῃ; so oft Plut., τινί, Pomp. 19; ἐπί τινα, D. C. 36, 7; πρὸς τοὺς πολεμίους, Plut.; σῦν, auf das Schwein, Anton. Liber. 6; absolut, Plut. Dion. 38; – ohne feindliche Beziehung, ἡ εἰς τὸ πέλαγος ἐφορμ ήσασα ναῦς Xen. Hell. 1, 6, 21, wenn die Lesart richtig ist.
French (Bailly abrégé)
ἐφορμῶ :
1 tr. pousser, exciter : ἀνέμους τινί OD les vents contre qqn ; πόλεμόν τινι IL exciter une guerre contre qqn ; τινά τι pousser qqn à faire qch;
2 intr. s'élancer : ἐς τὸ πέλαγος XÉN gagner le large ; d'ord. avec idée d'hostilité τινι, πρός τινα s'élancer sur qqn, l'assaillir;
Moy. ἐφορμάομαι, ἐφορμῶμαι (avec un ao. Moy. ἐφωρμησάμην ou Pass. ἐφωρμήθην) s'élancer vers : θυμὸς ἐφορμᾶται πολεμίζειν IL mon cœur est impatient de combattre ; avec idée d'hostilité s'élancer : ἔγχει IL avec une javeline ; ἔθνος ὀρνίθων IL contre la race des oiseaux.
Étymologie: ἐπί, ὁρμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφορμάω:
1 возбуждать, насылать, напускать (ἀνέμους τινί, πόλεμόν τινι Hom.; κακά τινι Soph.);
2 побуждать, заставлять (ναύτας τὸ πλεῖν Soph.);
3 устремляться, пускаться (εἰς τὸ πέλαγος Xen.);
4 тж. med. и pass. в знач. med. стремительно бросаться, нападать (τι Hom., τινι Eur., Plut. и πρός τινα Plut.): ἐφορμᾶσθαι ἔγχει Hom. и ἄκοντι Pind. устремляться с копьем; ἐφορμᾶσθαι ἀέθλους Hes. бросаться в сражение;
5 med. стремиться, жаждать, рваться (πολεμίζειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμάω: Ἰων. ἐπορμάω: μέλλ. -ήσω: - διεγείρω τι ἐναντίον τινός, οἵ μοι ἐφώρμησαν πόλεμον Ἰλ. Γ. 165· ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους Ὀδ. Η. 272· ἐπορμῆσαι τοὺς λύκους, παρορμῆται, Ἡρόδ. 9. 93· ᾦ καὶ Ζεὺς ἐφορμήσοι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 611· μετὰ διπλ. αἰτ., ναύτας ἐφορμήσαντα χειμῶνος τὸ πλεῖν, παρορμήσας τοὺς ναύτας νὰ πλεύσωσιν ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴαντι 1143, ἔνθα ἴδε σημ Jebb: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀρφ. Λιθ. 26: - περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 3, 31, ἴδε ἐν λ. ἐφορμέω. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἐναντίον τινός, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, τινὶ Εὐρ. Ἱππ. 1275, Πλουτ. Πομπ. 19, κτλ., ἐπὶ τινα Δίων Κ. 36. 7· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, Ὀππ. Ἁλ. 2. 94, Ὀρφ. Λιθ. 34: - ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 21, τὸ ἐφορμήσασαν, διωρθώθη ἤδη εἰς ἀφορμήσασαν: - αὕτη ἡ ἔννοια συχνοτέρα ἐν τῷ Παθ. ΙΙΙ. Παθ. καὶ Μέσ., παροτρύνομαι μετ’ ἀπαρ., ἔχω προθυμίαν, ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, θυμὸς ἐφορμᾶται πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ν. 74, πρβλ. Ὀδ. Α. 275., Φ. 399, κτλ.: - ἀπολ., ὁρμῶ μανιωδῶς, ἔγχει ἐφορμᾶσθαι Ἰλ Ρ. 465· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ. Παθ. ἀορ., ἐφορμηθείς, Ζ. 410, κτλ.· ἄκοντι ἐφορμαθεὶς Πινδ. Ν. 10. 129· ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου Αἰσχύλ. Πέρσ. 462· καὶ ἁπλῶς ἄνευ ἐχθρικῆς ἐννοίας, τινάσσομαι, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τρὶς μὲν ἐφωρμήθην Ὀδ. Λ. 206, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 457: μετ’ αἰτ., ὁρμῶ κατὰ τινος, φέρομαι ὁρμητικῶς κατ’ αὐτοῦ, ὥς τ’ ὀρνίθων πετεηνῶν αἰετὸς αἴθων ἔθνος ἐφορμᾶται Ἰλ. Ο. 691, πρβλ. Υ. 461· οὕτως, ἐφορμήσασθαι ἀέθλους Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, ἐπαναχωρήσαντας καὶ ἐφορμηθέντας, πρὸς καταφυγὴν καὶ πρὸς ἔξοδον ἢ ἐξόρμησιν, Θουκ. 6. 49.
English (Autenrieth)
aor. ἐφώρμησα, pass. ἐφωρμήθην: act., set a-going against, arouse against; πόλεμόν τινι, ἀνέμους, Γ 1, Od. 7.272; mid. and pass., rush upon, be impelled, be eager; ἐνὶ δίφρῳ | ἔγχει ἐφορμᾶσθαι, Il. 17.465; w. acc., ὀρνίθων πετεηνῶν αἰετὸς αἴθων | ἔθνος ἐφορμᾶται, Il. 15.691, Il. 20.461; εἴ οἱ θῦμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι, Od. 1.275.
Greek Monotonic
ἐφορμάω: Ιων. ἐπ-, μέλ. -ήσω,
I. διεγείρω, ξεσηκώνω εναντίον κάποιου, σε Όμηρ.· ἐπορμῆσαι τοὺς λύκους, τους ξαμολώ εναντίον, σε Ηρόδ.· ναύτας ἐφορμήσαντα τὸ πλεῖν, παροτρύνοντάς τους να πλεύσουν, σε Σοφ.
II. αμτβ., επέρχομαι, εφορμώ, προσβάλλω, επιτίθεμαι, τινί, σε Ευρ.
III. Παθ. και Μέσ., παροτρύνομαι, με απαρ., είμαι πρόθυμος ή επιθυμώ να πράξω κάτι, σε Όμηρ.· απόλ., ορμώ βίαια, με μανία πάνω σε, ἔγχει ἐφορμᾶσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφορμηθείς, στο ίδ.· λέγεται χωρίς εχθρική σημασία, τινάζομαι, ορμώ προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., ορμώ εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ionic ἐπ- fut. ήσω
I. to stir up, rouse against one, Hom.; ἐπορμῆσαι τοὺς λύκους to set them on, Hdt.; ναύτας ἐφορμήσαντα τὸ πλεῖν having urged them on to sail, Soph.
II. intr. to rush upon, attack, τινί Eur.
III. Pass. and Mid. to be stirred up; c. inf. to be eager or desire to do, Hom.:—absol. to rush furiously on, ἔγχει ἐφορμᾶσθαι Il.; ἐφορμηθείς Il.; and, without hostile sense, to spring forward, Od.:— c. acc. to rush upon, make a dash at, Il.