Εὖρος: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Εὖρος''': ὁ, ὁ ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]] ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ [[ἄνεμος]] (πρβλ. [[ἀπηλιώτης]]), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, [[αὔως]], ἕως, ὁ πρωϊνὸς [[ἄνεμος]] ὡς [[Ζέφυρος]] συγγενεύει τῷ [[ζόφος]], ὁ ἐσπερινὸς [[ἄνεμος]]: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω). | |lstext='''Εὖρος''': ὁ, ὁ ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]] ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ [[ἄνεμος]] (πρβλ. [[ἀπηλιώτης]]), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, [[αὔως]], ἕως, ὁ πρωϊνὸς [[ἄνεμος]] ὡς [[Ζέφυρος]] συγγενεύει τῷ [[ζόφος]], ὁ ἐσπερινὸς [[ἄνεμος]]: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />Euros (l’Eurus) vent d’est-sud-est.<br />'''Étymologie:''' p.-ê. apparenté à [[αὔρα]] et à [[ἀήρ]], de la R. ἈϜ, souffler ; ou de [[εὔω]], [[εὕω]], brûler « le vent qui brûle ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the East wind (later, as dist. fr. ἀπηλιώτης, ESE.), Il.2.145, Arist.Mete.363b21, Mu.394b20, IG14.1308, etc. (Connected with ἠώς by Gell.2.22.7, with αὔρα by Vitr.1.6.11. Possibly from εὕω, because parching.)
Greek (Liddell-Scott)
Εὖρος: ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ ἄνεμος (πρβλ. ἀπηλιώτης), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, αὔως, ἕως, ὁ πρωϊνὸς ἄνεμος ὡς Ζέφυρος συγγενεύει τῷ ζόφος, ὁ ἐσπερινὸς ἄνεμος: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς αὐτοῦ φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Euros (l’Eurus) vent d’est-sud-est.
Étymologie: p.-ê. apparenté à αὔρα et à ἀήρ, de la R. ἈϜ, souffler ; ou de εὔω, εὕω, brûler « le vent qui brûle ».