Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Εὖρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Εὖρος''': ὁ, ὁ ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]] ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ [[ἄνεμος]] (πρβλ. [[ἀπηλιώτης]]), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, [[αὔως]], ἕως, ὁ πρωϊνὸς [[ἄνεμος]] ὡς [[Ζέφυρος]] συγγενεύει τῷ [[ζόφος]], ὁ ἐσπερινὸς [[ἄνεμος]]: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω).
|lstext='''Εὖρος''': ὁ, ὁ ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]] ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ [[ἄνεμος]] (πρβλ. [[ἀπηλιώτης]]), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, [[αὔως]], ἕως, ὁ πρωϊνὸς [[ἄνεμος]] ὡς [[Ζέφυρος]] συγγενεύει τῷ [[ζόφος]], ὁ ἐσπερινὸς [[ἄνεμος]]: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Euros (l’Eurus) vent d’est-sud-est.<br />'''Étymologie:''' p.-ê. apparenté à [[αὔρα]] et à [[ἀήρ]], de la R. ἈϜ, souffler ; ou de [[εὔω]], [[εὕω]], brûler « le vent qui brûle ».
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὖρος Medium diacritics: Εὖρος Low diacritics: Εύρος Capitals: ΕΥΡΟΣ
Transliteration A: Eûros Transliteration B: Euros Transliteration C: Eyros Beta Code: *eu)=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A the East wind (later, as dist. fr. ἀπηλιώτης, ESE.), Il.2.145, Arist.Mete.363b21, Mu.394b20, IG14.1308, etc. (Connected with ἠώς by Gell.2.22.7, with αὔρα by Vitr.1.6.11. Possibly from εὕω, because parching.)

Greek (Liddell-Scott)

Εὖρος: ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ ἄνεμος (πρβλ. ἀπηλιώτης), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, αὔως, ἕως, ὁ πρωϊνὸς ἄνεμος ὡς Ζέφυρος συγγενεύει τῷ ζόφος, ὁ ἐσπερινὸς ἄνεμος: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς αὐτοῦ φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Euros (l’Eurus) vent d’est-sud-est.
Étymologie: p.-ê. apparenté à αὔρα et à ἀήρ, de la R. ἈϜ, souffler ; ou de εὔω, εὕω, brûler « le vent qui brûle ».