ζυγοστατέω: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγοστᾰτέω''': [[ζυγίζω]] διὰ τοῦ ζυγοῦ, [[ὥσπερ]] ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7. | |lstext='''ζῠγοστᾰτέω''': [[ζυγίζω]] διὰ τοῦ ζυγοῦ, [[ὥσπερ]] ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre dans la balance, peser.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγοστάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A weigh by the balance, weigh, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. Hist.Conscr.49; τινὰς πρὸς τὸν Τιμάρχου βραχίονα Alciphr.2.2. b act as libripens, MitteisChr.316ii4 (ii A.D.). II Pass., to be in equilibrium, Plb.6.10.7; ἐζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Id.1.20.5.
German (Pape)
[Seite 1141] auf die Wage legen, abwägen, τὰ γιγνόμενα ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. hist. conscr. 49; τινὰ πρός τινα, vergleichen, Alc. 2, 2. – Im Gleichgewicht erhalten, τὸ ζυγοστατούμενον = ἰσοῤῥοποῦν, Pol. 6, 10, 7, vgl. 1, 20, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοστᾰτέω: ζυγίζω διὰ τοῦ ζυγοῦ, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ πρός τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre dans la balance, peser.
Étymologie: ζυγοστάτης.