εὐοδέω: Difference between revisions
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706. | |lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr.HP1.6.4:—impers. in Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA739a35. 2 metaph., fare well, prosper, εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155 A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.Pr. 376; [ἡ ἀρετὴ] . . προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449.
German (Pape)
[Seite 1084] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται κάτω κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ ὅπου ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοδέω: ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα δίοδος, ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.
Étymologie: εὔοδος.