ἡσυχιότης: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡσῠχιότης''': -ητος, ἡ, = [[ἡσυχία]], Πλάτ. Χαρμ. 159Β κἑξ.· ἡσ. τινός, αἱ εἰρηνικαὶ [[αὐτοῦ]] διαθέσεις, Λυσ. 175. 27.
|lstext='''ἡσῠχιότης''': -ητος, ἡ, = [[ἡσυχία]], Πλάτ. Χαρμ. 159Β κἑξ.· ἡσ. τινός, αἱ εἰρηνικαὶ [[αὐτοῦ]] διαθέσεις, Λυσ. 175. 27.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />caractère doux, tranquille.<br />'''Étymologie:''' [[ἡσύχιος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιότης Medium diacritics: ἡσυχιότης Low diacritics: ησυχιότης Capitals: ΗΣΥΧΙΟΤΗΣ
Transliteration A: hēsychiótēs Transliteration B: hēsychiotēs Transliteration C: isychiotis Beta Code: h(suxio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,= ἡσυχία, Id.Chrm.159b, 159d; ἡ. τινός his

   A quiet disposition, Lys.26.5.

German (Pape)

[Seite 1178] ητος, ἡ, Bedachtsamkeit; neben βραδυτής im Ggstz von ταχυτής Plat. Charm. 159 b ff. Bei Lys. 26, 5 dem σώφρων εἶναι entsprechend, im Ggstz von ἀσελγαίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχιότης: -ητος, ἡ, = ἡσυχία, Πλάτ. Χαρμ. 159Β κἑξ.· ἡσ. τινός, αἱ εἰρηνικαὶ αὐτοῦ διαθέσεις, Λυσ. 175. 27.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
caractère doux, tranquille.
Étymologie: ἡσύχιος.