ἡμερότης: Difference between revisions
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμερότης''': -ητος, ἡ, ([[ἥμερος]]) ἀντίθ. [[ἀγριότης]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, [[ἀγαθότης]], [[πραότης]], Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., [[τίτλος]] τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia. | |lstext='''ἡμερότης''': -ητος, ἡ, ([[ἥμερος]]) ἀντίθ. [[ἀγριότης]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, [[ἀγαθότης]], [[πραότης]], Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., [[τίτλος]] τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἥμερος)
A cultivation, of a country, Hp.Aër. 12. 2 of men, gentleness, Pl.R.410d, Ephor.31(b)J., Epicur. Sent.Vat.36, Phld.Hom.p.32 O., D.S.32.27, etc.; of animals, Arist. HA588a21. II as a title, Clemency, ἡ ἡμετέρα ἡ. Just.Nov.115Pr.
German (Pape)
[Seite 1166] ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Ggstz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερότης: -ητος, ἡ, (ἥμερος) ἀντίθ. ἀγριότης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, ἀγαθότης, πραότης, Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., τίτλος τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
humeur douce, douceur.
Étymologie: ἥμερος.