ἡμιεργής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιεργής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, [[ἡμιτελής]], Λουκ. Ἀστρολ. 5.
|lstext='''ἡμιεργής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, [[ἡμιτελής]], Λουκ. Ἀστρολ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à moitié travaillé, à moitié fait.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.