θυρεός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠρεός''': ὁ ([[θύρα]]) [[λίθος]] [[ὄπισθεν]] θύρας τεθειμένος [[ὅπως]] κρατῇ αὐτὴν κλειστήν, Ὀδ. Ι. 240, 313, 340. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μεγάλη]] [[ἐπιμήκης]] ἀσπὶς (ὁμοία τὸ [[σχῆμα]] πρὸς θύραν), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν [[κυρίως]] ἀσπίδα (τὴν στρογγύλην), ὡς τὸ Λατ. scutum, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ clipeus, Ἐπιγραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Πύρρ. 26. Πολύβ. 2. 30, 3., 6. 23, 2· πρβλ. [[θύρα]] ΙΙΙ.
|lstext='''θῠρεός''': ὁ ([[θύρα]]) [[λίθος]] [[ὄπισθεν]] θύρας τεθειμένος [[ὅπως]] κρατῇ αὐτὴν κλειστήν, Ὀδ. Ι. 240, 313, 340. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μεγάλη]] [[ἐπιμήκης]] ἀσπὶς (ὁμοία τὸ [[σχῆμα]] πρὸς θύραν), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν [[κυρίως]] ἀσπίδα (τὴν στρογγύλην), ὡς τὸ Λατ. scutum, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ clipeus, Ἐπιγραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Πύρρ. 26. Πολύβ. 2. 30, 3., 6. 23, 2· πρβλ. [[θύρα]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> grosse pierre servant de porte;<br /><b>2</b> bouclier long, large et avec quatre coins (<i>lat.</i> scutum).<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρεός Medium diacritics: θυρεός Low diacritics: θυρεός Capitals: ΘΥΡΕΟΣ
Transliteration A: thyreós Transliteration B: thyreos Transliteration C: thyreos Beta Code: qureo/s

English (LSJ)

ὁ, (θύρα)

   A stone put against a door to keep it shut, Od.9.240, 313.    II oblong shield (shaped like a door), PSI4.428.36 (iii B.C.), Inscr. ap. Plu.Pyrrh.26, Callix.2; hence, of the Roman scutum (opp. ἀσπίς,= clipeus), Plb.2.30.3, 6.23.2, D.H.4.16, cf.Ep.Eph.6.16, Apollod. Poliorc.163.2, Arr.Tact.3.2, etc.    III disk forming part of καθετήρ, IG11(2).287 B68 (Delos, iii B.C.).    IV Math., oval, Procl.in Euc.1 Deff.3,8.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, 1) der Thürstein, ein großer Stein, der als Thür vor den Ausgang gesetzt wird, um diesen zu verschließen, Od. 9, 240, vgl. 313. 340. – 2) ein großer, thürförmiger Schild, Ath. VI, 273 f, Callixen. ibd. V, 196 f; scutum, von ἀσπίς unterschieden durch die Gestalr und Größe, D. Hal. 4, 16; Schild der Römer, Pol. 6, 23, 2. 10, 13, 2, der Gallier, 2, 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρεός: ὁ (θύρα) λίθος ὄπισθεν θύρας τεθειμένος ὅπως κρατῇ αὐτὴν κλειστήν, Ὀδ. Ι. 240, 313, 340. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., μεγάλη ἐπιμήκης ἀσπὶς (ὁμοία τὸ σχῆμα πρὸς θύραν), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κυρίως ἀσπίδα (τὴν στρογγύλην), ὡς τὸ Λατ. scutum, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ clipeus, Ἐπιγραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Πύρρ. 26. Πολύβ. 2. 30, 3., 6. 23, 2· πρβλ. θύρα ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 grosse pierre servant de porte;
2 bouclier long, large et avec quatre coins (lat. scutum).
Étymologie: θύρα.