θαμά: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰμά''': ἐπίρρ., [[συχνάκις]], συχνά, [[πολλάκις]], Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., [[οἷον]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[θαμάκις]], θαμειός, [[θαμινός]], [[θαμίζω]], κτλ.).
|lstext='''θᾰμά''': ἐπίρρ., [[συχνάκις]], συχνά, [[πολλάκις]], Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., [[οἷον]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε [[θαμάκις]], θαμειός, [[θαμινός]], [[θαμίζω]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en grand nombre;<br /><b>2</b> souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[θημών]], [[θωμός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰμά Medium diacritics: θαμά Low diacritics: θαμά Capitals: ΘΑΜΑ
Transliteration A: thamá Transliteration B: thama Transliteration C: thama Beta Code: qama/

English (LSJ)

(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv.

   A often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)

German (Pape)

[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en grand nombre;
2 souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.
Étymologie: DELG cf. θημών, θωμός.