θυμοραϊστής: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμορᾰϊστής''': -οῦ, ὁ, ([[ῥαίω]]) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, [[θάνατος]] Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης. | |lstext='''θῡμορᾰϊστής''': -οῦ, ὁ, ([[ῥαίω]]) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, [[θάνατος]] Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui déchire le cœur, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ῥαΐζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (ῥαίω)
A life-destroying, θάνατος Il.13.544, 16.414; δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων ib.591. (θῡμο-ρραίστης Glauc. ap. Sch.B Il.16.414.)
German (Pape)
[Seite 1224] ὁ, Leben zerstörend, θάνατος Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμορᾰϊστής: -οῦ, ὁ, (ῥαίω) ὁ τὴν ζωὴν καταστρέφων, θάνατος Ἰλ. Ν. 544, Ξ. 414, 580˙ δηΐων ὑπὸ θυμοραϊστέων Τ. 591, Σ. 220. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434) κρίνει ὀρθὸν τὸν τύπον θυμορραίστης.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui déchire le cœur, cruel.
Étymologie: θυμός, ῥαΐζω.