θεότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905˙ τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
|lstext='''θεότρεπτος''': -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905˙ τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné (<i>càd</i> changé) par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότρεπτος Medium diacritics: θεότρεπτος Low diacritics: θεότρεπτος Capitals: ΘΕΟΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theótreptos Transliteration B: theotreptos Transliteration C: theotreptos Beta Code: qeo/treptos

English (LSJ)

ον,

   A turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.

Greek (Liddell-Scott)

θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905˙ τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.