ἰσόζυγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόζῠγος''': -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, [[ἴσος]] καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον [[ῥῆμα]], τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., [[τύπτω]] ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν [[Ἀπολλώνιος]] Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = [[ἰσοβαρής]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β. | |lstext='''ἰσόζῠγος''': -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, [[ἴσος]] καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον [[ῥῆμα]], τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., [[τύπτω]] ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν [[Ἀπολλώνιος]] Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = [[ἰσοβαρής]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Gramm.,
A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8. II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἰσόζυξ.