ἰσόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόζῠγος''': -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, [[ἴσος]] καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον [[ῥῆμα]], τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., [[τύπτω]] ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν [[Ἀπολλώνιος]] Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = [[ἰσοβαρής]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.
|lstext='''ἰσόζῠγος''': -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, [[ἴσος]] καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον [[ῥῆμα]], τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., [[τύπτω]] ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν [[Ἀπολλώνιος]] Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = [[ἰσοβαρής]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυξ]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόζῠγος Medium diacritics: ἰσόζυγος Low diacritics: ισόζυγος Capitals: ΙΣΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: isózygos Transliteration B: isozygos Transliteration C: isozygos Beta Code: i)so/zugos

English (LSJ)

ον, Gramm.,

   A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8.    II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἰσόζυξ.