ἱπποκλείδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποκλείδης''': ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς [[μόριον]] Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ. | |lstext='''ἱπποκλείδης''': ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς [[μόριον]] Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br />τὸ τῆς γυναικὸς [[μόριον]] AR <i>selon Eust.</i><br />'''Étymologie:''' prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (κλείω)
A pudenda muliebria, Ar.Fr.703.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκλείδης: ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς μόριον Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
τὸ τῆς γυναικὸς μόριον AR selon Eust.
Étymologie: prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils.