κάναθρον: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάναθρον''': ἢ [[κάνναθρον]], τό, ([[κάννα]]) [[ἅμαξα]] ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· [[ἀστράβη]] ἢ [[ἅμαξα]] πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, [[ὅταν]] εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· [[ἔνιοι]] δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ [[θυγάτηρ]] [[αὐτοῦ]] δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς»
|lstext='''κάναθρον''': ἢ [[κάνναθρον]], τό, ([[κάννα]]) [[ἅμαξα]] ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· [[ἀστράβη]] ἢ [[ἅμαξα]] πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, [[ὅταν]] εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· [[ἔνιοι]] δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ [[θυγάτηρ]] [[αὐτοῦ]] δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς»
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />charrette <i>ou</i> voiture recouverte de nattes de jonc <i>ou</i> d’osier.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάναθρον Medium diacritics: κάναθρον Low diacritics: κάναθρον Capitals: ΚΑΝΑΘΡΟΝ
Transliteration A: kánathron Transliteration B: kanathron Transliteration C: kanathron Beta Code: ka/naqron

English (LSJ)

or better κάνναθρον, τό, (κάννα)

   A cane or wicker carriage, X.Ages.8.7, cf. Hsch., Eust.1344.44.

German (Pape)

[Seite 1319] τό, auch κάνναθρον geschrieben (vgl. κάνη, κάννα), der Wagenkorb von Rohrgeflecht, Korbwagen, πολιτικόν, dessen die gemeinen Bürger sich bedienen, Xen. Ages. 8, 7; Plut., wo er diese Stelle erwähnt, Ages. 19, setzt hinzu κάναθρα καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς.

Greek (Liddell-Scott)

κάναθρον: ἢ κάνναθρον, τό, (κάννα) ἅμαξα ἐκ καλάμων ἢ λύγου πεπλεγμένη, «κάνναθρα· ἀστράβηἅμαξα πλέγματα ἔχουσα, ὑφ’ ὧν πομπεύουσιν αἱ παρθένοι, ὅταν εἰς τὸ τῆς Ἑλένης ἀπίωσιν· ἔνιοι δὲ ἔχειν εἴδωλα ἐλάφων ἢ γυπῶν» Ἡσύχ., Εὐστ. 1344. 44· ἐπὶ πολιτικοῦ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ δηλ. τοῦ Ἀγησιλάου Ξεν. Ἀγησ. 8· καὶ ὁ Πλούταρχος, Ἀγησ. 19, περὶ τοῦ αὐτοῦ λόγον ποιούμενος περιγράφει τὴν τοιαύτην ἅμαξαν ὡς ἔχουσαν τὸ σχήμα γρυπῶν καὶ τραγελάφων, «κάναθρα δὲ καλοῦσιν εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα καὶ τραγελάφων, ἐν οἷς κομίζουσι τὰς παῖδας ἐν ταῖς πομπαῖς»

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
charrette ou voiture recouverte de nattes de jonc ou d’osier.
Étymologie: κάνης.