κατωμαδόν: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατωμᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[ὦμος]]) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα [[ὀπίσω]] πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ [[κτύπημα]] γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε [[ἐπωμαδόν]], [[κατωμάδιος]]. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679.
|lstext='''κατωμᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[ὦμος]]) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα [[ὀπίσω]] πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ [[κτύπημα]] γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε [[ἐπωμαδόν]], [[κατωμάδιος]]. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en ramenant le bras près de l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὦμος]], -δον.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωμαδόν Medium diacritics: κατωμαδόν Low diacritics: κατωμαδόν Capitals: ΚΑΤΩΜΑΔΟΝ
Transliteration A: katōmadón Transliteration B: katōmadon Transliteration C: katomadon Beta Code: katwmado/n

English (LSJ)

Adv., (ὦμος)

   A from the shoulders, μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il.15.352, cf. 23.500.    II on or hanging from the shoulders, A.R.2.679; δωρηθεὶς ἐνετῇσι κ. ἠλέκτροιο BCH50.529 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1407] von den Schultern her, auf der Schulter; μάστι δ' αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν Il. 15, 352. 23, 500, er schlug mit der Peitsche über die Schultern der Pferde; Andere erkl. mit zurückgebogener Hand von den Schultern her ausholend, vgl. κατωμάδιος. Ap. Rh. 2, 679 ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν, hing von der Schulter herab.

Greek (Liddell-Scott)

κατωμᾰδόν: Ἐπίρρ. (ὦμος) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα ὀπίσω πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ κτύπημα γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε ἐπωμαδόν, κατωμάδιος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ramenant le bras près de l’épaule.
Étymologie: κατά, ὦμος, -δον.