κάρπωσις: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρπωσις''': -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι». | |lstext='''κάρπωσις''': -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />jouissance, possession.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A use, profit, X.Cyr.4.5.16. II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch, γῆς Xen. Cyr. 4, 5, 16; – das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern, LXX., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπωσις: -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, ἀπόλαυσις, ὠφέλεια, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· καθόλου προσφορὰ ἢ θυσία, Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. κάρπωμα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jouissance, possession.
Étymologie: καρπόω.