κατῆλιψ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατῆλιψ''': ῐφος, ἡ, Δωρικ. [[κατᾶλιψ]], τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ἦλιψ]], [[πέδιλον]], ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[ἄλιψ]] ἢ ἆλιψ· [[πέτρα]]»).
|lstext='''κατῆλιψ''': ῐφος, ἡ, Δωρικ. [[κατᾶλιψ]], τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[ἦλιψ]], [[πέδιλον]], ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[ἄλιψ]] ἢ ἆλιψ· [[πέτρα]]»).
}}
{{bailly
|btext=ιφος (ἡ) :<br />grenier <i>ou</i> combles d’une maison.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἦλιψ]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῆλιψ Medium diacritics: κατῆλιψ Low diacritics: κατήλιψ Capitals: ΚΑΤΗΛΙΨ
Transliteration A: katē̂lips Transliteration B: katēlips Transliteration C: katilips Beta Code: kath=liy

English (LSJ)

ῐφος, ἡ, variously expld. as

   A ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.

Greek (Liddell-Scott)

κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).

French (Bailly abrégé)

ιφος (ἡ) :
grenier ou combles d’une maison.
Étymologie: κατά, ἦλιψ.