κατοικητήριον: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2. | |lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />lieu d’habitation, résidence, séjour.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.