κηδεμονικός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4. | |lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. -κῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.
German (Pape)
[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.