κήδειος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήδειος''': -ον, ([[κῆδος]]) περὶ οὗ φροντίζει τις, [[ἀγαπητός]], πεφιλημένος, [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, [[μετὰ]] γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, [[ἐπιτάφιος]], εἰς [[πένθος]] ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. [[θρίξ]], [[κόμη]] προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, [[αὐτόθι]] 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.
|lstext='''κήδειος''': -ον, ([[κῆδος]]) περὶ οὗ φροντίζει τις, [[ἀγαπητός]], πεφιλημένος, [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, [[μετὰ]] γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, [[ἐπιτάφιος]], εἰς [[πένθος]] ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. [[θρίξ]], [[κόμη]] προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, [[αὐτόθι]] 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> digne de soins <i>ou</i> d’égards, cher, précieux;<br /><b>2</b> qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήδειος Medium diacritics: κήδειος Low diacritics: κήδειος Capitals: ΚΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: kḗdeios Transliteration B: kēdeios Transliteration C: kideios Beta Code: kh/deios

English (LSJ)

ον,

   A cared for, beloved, τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il.19.294.    2 Act., careful of, or caring for, c.gen., τροφαὶ κ. τέκνων E.Ion487 (lyr.).    II of a funeral or tomb, sepulchral, χοαί A.Ch.87, 538; κ. θρίξ offered on a tomb, ib.226; κ. οἴκτοισιν E.IT147 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1429] 1) der Fürsorge od. Achtung würdig, Gegenstand der Fürsorge, lieb, theuer; τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il. 12, 293; ἑταῖροι Od. 11, 521, v. l. Κήτειοι; vgl. κήδεος; – sorgsam, κήδειοι τροφαὶ τέκνων Eur. Ion 487. – 2) zum Leichenbegängniß gehörig, die Trauer andeutend; κήδειοι χοαί Aesch. Ch. 85, vgl. 531; so auch κουρὰν δ' ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχός ib. 224 zu nehmen, von der zum Zeichen der Trauer abgeschnittenen Locke, Trauerlocke, nicht Locke des Bruders; vgl. κήδειοι οἶκτοι Eur. I. T. 147.

Greek (Liddell-Scott)

κήδειος: -ον, (κῆδος) περὶ οὗ φροντίζει τις, ἀγαπητός, πεφιλημένος, τρεῖς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, μετὰ γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, ἐπιτάφιος, εἰς πένθος ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. θρίξ, κόμη προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, αὐτόθι 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 digne de soins ou d’égards, cher, précieux;
2 qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.
Étymologie: κῆδος.