κήδεος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήδεος Medium diacritics: κήδεος Low diacritics: κήδεος Capitals: ΚΗΔΕΟΣ
Transliteration A: kḗdeos Transliteration B: kēdeos Transliteration C: kideos Beta Code: kh/deos

English (LSJ)

κήδεον, = κήδειος, only in Il.23.160 οἷσι κήδεός ἐστι νέκυς to whom the charge of burying him belongs (κηδεός acc. to Sch.Patm. D.in BCH1.142).

German (Pape)

[Seite 1429] ον, = κήδειος, nur Il. 23, 160, οἷς κήδεός ἐστι νέκυς, die den Todten besorgen müssen, von denen der Todte zu bestatten ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont il faut prendre soin pour la sépulture.
Étymologie: cf. κήδειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήδεος -ον zie κήδειος.

Russian (Dvoretsky)

κήδεος: подлежащий погребению Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κήδεος: -ον, = κήδειος (πρβλ. κήλεος, κήλειος), μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 160, οἷσι κήδεός ἐστι νέκυς, εἰς οὓς ἀνήκει ἡ φροντὶς τῆς κηδείας αὐτοῦ.

English (Autenrieth)

(κῆδος): of any object of solicitude, dear; especially of those who claim burial service, Il. 19.294 and Il. 23.160.

Greek Monolingual

κήδεος, -ον (Α)
κήδος
(μόνο μία φορά στον Όμ.)
κήδειος, αυτός που η φροντίδα της κηδείας του ανήκει σε κάποιον («οἷσι κήδεος ἐστι νέκυς» — σ' όποιους ανήκει η φροντίδα της κηδείας του νεκρού, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κήδεος: -ον = κήδειος, αυτός που καθίσταται υπεύθυνος για την ταφή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κήδεος, ον = κήδειος
given in charge for burial, Il.