κερδοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερδοσύνη''': ἡ, ὡς τὸ [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31. | |lstext='''κερδοσύνη''': ἡ, ὡς τὸ [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· ὁ [[Ὅμηρος]] χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>seul. dat. adv.</i> • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' [[κέρδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as Adv., cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.
German (Pape)
[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.