καυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ [[καυτήριον]], πεπυρωμένος [[σίδηρος]], δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.
|lstext='''καυτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ [[καυτήριον]], πεπυρωμένος [[σίδηρος]], δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> brûleur, celui qui fait brûler;<br /><b>2</b> fer brûlant pour cautériser <i>ou</i> marquer;<br /><b>II.</b> marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτήρ Medium diacritics: καυτήρ Low diacritics: καυτήρ Capitals: ΚΑΥΤΗΡ
Transliteration A: kautḗr Transliteration B: kautēr Transliteration C: kaftir Beta Code: kauth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95.    II v. καυστήρ.    III = καυτήριον 11, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.

German (Pape)

[Seite 1408] ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ καυτήριον, πεπυρωμένος σίδηρος, δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. 1 brûleur, celui qui fait brûler;
2 fer brûlant pour cautériser ou marquer;
II. marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.
Étymologie: καίω.