κοναβίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονᾰβίζω''': [[κοναβέω]], περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.
|lstext='''κονᾰβίζω''': [[κοναβέω]], περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κοναβέω]].<br />'''Étymologie:''' [[κόναβος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονᾰβίζω Medium diacritics: κοναβίζω Low diacritics: κοναβίζω Capitals: ΚΟΝΑΒΙΖΩ
Transliteration A: konabízō Transliteration B: konabizō Transliteration C: konavizo Beta Code: konabi/zw

English (LSJ)

   A = κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Il.13.498, cf. 21.255; αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν 2.466, cf. Orph.H.38.9.

German (Pape)

[Seite 1480] = κοναβέω; σμερδαλέον κονάβιζε, vom Erze, Il. 13, 498. 21, 255; χθών 2, 466.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβίζω: κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κοναβέω.
Étymologie: κόναβος.