κολοκύνθη: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολοκύνθη''': ἢ -τη, ης, ἡ, ὧν ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] καλεῖται ὁ [[Ἀττικός]], Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 437· παρὰ μεταγεν. καὶ κολόκυνθα Διοσκ. 2. 162· ― «κολοκύθα» ἢ «κολοκύθι», Λατ. cucurbita, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἐκαλεῖτο [[σικύα]], Ἱππ. 485. 5 καὶ 45., 487. 30, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 6, κτλ.· ― ἐθεωρεῖτο [[σύμβολον]] τῆς ὑγιείας ὡς ἐκ τῆς δροσερᾶς καὶ χυμώδους αὐτῆς φύσεως, κολοκύντης ὑγιέστερον Ἐπίχαρμ. 105 Ahr.· ὡς τὸ [[κρίνον]] ἐθεωρεῖτο [[σύμβολον]] τοῦ θανάτου, ἢ [[κρίνον]] ἢ κολ. Δίφιλ. ἐν Παροιμιογρ. σ. 309· ― περὶ τοῦ λημᾷν κολοκύνταις. ἴδε ἐν λέξ. [[λημάω]]. | |lstext='''κολοκύνθη''': ἢ -τη, ης, ἡ, ὧν ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] καλεῖται ὁ [[Ἀττικός]], Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 437· παρὰ μεταγεν. καὶ κολόκυνθα Διοσκ. 2. 162· ― «κολοκύθα» ἢ «κολοκύθι», Λατ. cucurbita, ἡ μακρὰ [[κολοκύνθη]] ἐκαλεῖτο [[σικύα]], Ἱππ. 485. 5 καὶ 45., 487. 30, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 6, κτλ.· ― ἐθεωρεῖτο [[σύμβολον]] τῆς ὑγιείας ὡς ἐκ τῆς δροσερᾶς καὶ χυμώδους αὐτῆς φύσεως, κολοκύντης ὑγιέστερον Ἐπίχαρμ. 105 Ahr.· ὡς τὸ [[κρίνον]] ἐθεωρεῖτο [[σύμβολον]] τοῦ θανάτου, ἢ [[κρίνον]] ἢ κολ. Δίφιλ. ἐν Παροιμιογρ. σ. 309· ― περὶ τοῦ λημᾷν κολοκύνταις. ἴδε ἐν λέξ. [[λημάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />citrouille, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG suff. non grec ; la citrouille serait originaire de l’Inde. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Arist.HA591a16, al. (v.l. -τη), Sor.1.124, etc.; Att. κολοκύντη, ἡ (cf. Phryn.401), Thphr.1.13.3, 7.1.2, al., Mnesim.4.30 (v.l. -τα, -θα), also Hp.Vict.2.54; acc. -την Epicr.11.16, PMag.Leid.V. 12.25, etc.:—later κολόκυντᾰ (acc. -ᾰν) PCair.Zen.300.3 (iii B.C.), LXX Jn.4.7 cod.A, Gp.12.19.7, Artem.1.67 (v.l.), Luc.VH2.37 (v.l.), Hsch.s.v.κυκύϊζα; gen. -της PCair.Zen.292.132, 319 (iii B.C.); acc. pl. -τας PSI6.553.14 (iii B.C.), BGU1120.13 (i B.C.); κολόκυνθᾰ PSakk. in Rev.Egypt.3.123 (iii B.C., also -τα ib.120, 122), LXX l.c., Arist.Pr.923a14 codd., Dsc.2.134, 4.176, Luc.l.c., Hdn.Gr.1.253, v.l. for -θη (nom. sg.) in Gal.6.794, but nom. -θη, acc. -θην ib.561, al. codd.; nom. pl. -θαι Edict.Diocl.6.26, 27:—
A round gourd, Cucurbita maxima, Alc.Oxy.1788 Fr.4.6 (Aeol. acc. pl. -ταις), Hp.Morb.2.67, 69 (in acc. -θην, v.l. -την), Hermipp.79, Ar.Fr.569.6, Metag.16 (-θης codd.), Diocl.Frr.125, 141, Diph.Siph. et Mnesith. ap. Ath.2.59b; κ. Ἰνδική Menodorus ib.59a, Ph.Bel.89.43; κ. ἀγρία colocynth, Citrullus Colocynthis, Dsc.l.c.: symbolic of health, from its juicy nature, ὑγιώτερον κολοκύντας Epich.154, Sophr.34; as a lily was of death, ἢ κολοκύντην ἢ κρίνον living or dead, Diph.98, cf. Men.934:—for λημᾶν κολοκύνταις, v.λημάω.
German (Pape)
[Seite 1474] att. κολοκύντη, Sp. κολόκυνθα, Luc. v. h. 2, 37, auch κολόκυντα, Artemid. 1, 67, vgl. Luc. iud. voc. 10; – der runde Kürbiß, cucurbita; Ar. Nubb. 326; Ath. II c. 53 p. 58 ff., wo auch das Sprichwort κολοκύντης ὑγιέστερος, aus Epicharm.; Zenob. 4, 18 ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην, mit einem Citat aus Diphil.; κρίνον soll die Blüthe des Kürbiß sein, und es wird bemerkt ὅτι τὸ κρίνον οἱ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ τεθνηκότος, τὴν δὲ κολ. ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς ἔταττον; Arist. H. A. 5, 17 u. öfter; Theophr.; vgl. Lob. Phryn. p. 437.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκύνθη: ἢ -τη, ης, ἡ, ὧν ὁ δεύτερος τύπος καλεῖται ὁ Ἀττικός, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 437· παρὰ μεταγεν. καὶ κολόκυνθα Διοσκ. 2. 162· ― «κολοκύθα» ἢ «κολοκύθι», Λατ. cucurbita, ἡ μακρὰ κολοκύνθη ἐκαλεῖτο σικύα, Ἱππ. 485. 5 καὶ 45., 487. 30, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 6, κτλ.· ― ἐθεωρεῖτο σύμβολον τῆς ὑγιείας ὡς ἐκ τῆς δροσερᾶς καὶ χυμώδους αὐτῆς φύσεως, κολοκύντης ὑγιέστερον Ἐπίχαρμ. 105 Ahr.· ὡς τὸ κρίνον ἐθεωρεῖτο σύμβολον τοῦ θανάτου, ἢ κρίνον ἢ κολ. Δίφιλ. ἐν Παροιμιογρ. σ. 309· ― περὶ τοῦ λημᾷν κολοκύνταις. ἴδε ἐν λέξ. λημάω.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
citrouille, plante.
Étymologie: DELG suff. non grec ; la citrouille serait originaire de l’Inde.