κρυσταλλόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />congelé, glacé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

ον,

   A congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.