κρίμνον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρίμνον''': τό, (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]]) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· [[κρίμνον]] κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).
|lstext='''κρίμνον''': τό, (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]]) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· [[κρίμνον]] κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> farine d’orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα [[χειρῶν]] mie de pain pour s’essuyer les doigts au cours du repas;<br /><b>2</b> goutte du breuvage <i>ou</i> de la bouillie [[κυκεών]].<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίμνον Medium diacritics: κρίμνον Low diacritics: κρίμνον Capitals: ΚΡΙΜΝΟΝ
Transliteration A: krímnon Transliteration B: krimnon Transliteration C: krimnon Beta Code: kri/mnon

English (LSJ)

τό,

   A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205.    2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9.    3 in pl., crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.

Greek (Liddell-Scott)

κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 farine d’orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s’essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.