κυνάμυια: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνάμυια''': νᾰ, ἡ, [[κυνόμυια]], «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς [[μυῖα]], ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον [[κυνόμυια]], π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ [[κυνόμυια]] Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] [[πάλιν]] εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.
|lstext='''κῠνάμυια''': νᾰ, ἡ, [[κυνόμυια]], «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς [[μυῖα]], ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον [[κυνόμυια]], π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ [[κυνόμυια]] Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] [[πάλιν]] εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mouche impudente.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[μυῖα]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάμυια Medium diacritics: κυνάμυια Low diacritics: κυνάμυια Capitals: ΚΥΝΑΜΥΙΑ
Transliteration A: kynámyia Transliteration B: kynamuia Transliteration C: kynamyia Beta Code: kuna/muia

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A dog-fly, i.e. shameless fly, abusive epith. applied by Ares to Athena, and by Hera to Aphrodite, Il.21.394, 421, cf. Ath.3.126a, 4.157a:—later κυνόμυια, Ezek.Exag.138, AP11.265 (Lucill.), Ael.NA4.51, Luc.Gall.31, etc.; ὦ γαστὴρ κυνόμυια APl. 1.9; of the plague of flies in Egypt, LXX Ex.8.21 (17), Ps.77(78).45.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάμυια: νᾰ, ἡ, κυνόμυια, «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς μυῖα, ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον κυνόμυια, π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ κυνόμυια Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος τύπος πάλιν εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mouche impudente.
Étymologie: κύων, μυῖα.