κρυπτεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυπτεύω''': [[ἀποκρύπτω]], [[κρύπτω]], Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κρύπτω]] ἐμαυτόν, [[διαμένω]] κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541. | |lstext='''κρυπτεύω''': [[ἀποκρύπτω]], [[κρύπτω]], Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κρύπτω]] ἐμαυτόν, [[διαμένω]] κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se tenir caché, en embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
A hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.
German (Pape)
[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.
French (Bailly abrégé)
se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.