λαιμοτομέω: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαιμοτομέω''': [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[σφάζω]], τινα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 840, Στράβ. 294, Πλουτ. Ὄθ. 2· ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1601. ― Παθ., λαιμοτομοῦμαι, λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 264. | |lstext='''λαιμοτομέω''': [[κόπτω]] τὸν λαιμόν τινος, [[σφάζω]], τινα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 840, Στράβ. 294, Πλουτ. Ὄθ. 2· ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1601. ― Παθ., λαιμοτομοῦμαι, λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 264. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />couper la gorge, égorger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[λαιμοτόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut the throat of, μῆλα A.R.2.840; τινα Str.7.2.3, Plu.Oth.2: abs., A.R.4.1601:— Pass., have one's head cut off, S.E.M.1.264.
German (Pape)
[Seite 7] die Kehle abschneiden, μῆλα, abkehlen, Ap. Rh. 2, 840; ἑαυτόν, sich den Hals abschneiden, Plut. Oth. 2; pass. λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, S. Emp. adv. gramm. 264.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμοτομέω: κόπτω τὸν λαιμόν τινος, σφάζω, τινα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 840, Στράβ. 294, Πλουτ. Ὄθ. 2· ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1601. ― Παθ., λαιμοτομοῦμαι, λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 264.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper la gorge, égorger, acc..
Étymologie: λαιμοτόμος.