λειμώνιον: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειμώνιον''': τό, limonium, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα καυλὸν [[λεπτὸν]] ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28. | |lstext='''λειμώνιον''': τό, limonium, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα καυλὸν [[λεπτὸν]] ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’anémone, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λειμώνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A Statice limonium, sealavender or snakeweed, Dsc.4.16, Plin.HN20.72; as an ornament, λ. χρυσοῦν Inscr.Délos 442 B11 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 23] τό, Wiesenblume, eine Anemonenart, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λειμώνιον: τό, limonium, βοτάνη τις ἔχουσα καυλὸν λεπτὸν ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d’anémone, plante.
Étymologie: λειμώνιος.