λακπάτητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λακπάτητος''': [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, [[ἔνθα]] ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''λακπάτητος''': [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, [[ἔνθα]] ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λαξπάτητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).
German (Pape)
[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λαξπάτητος.