λεπτολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτολογέω''': ὁμιλῶ [[λεπτολόγως]], [[κατατέμνω]] τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· [[περί]] τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.
|lstext='''λεπτολογέω''': ὁμιλῶ [[λεπτολόγως]], [[κατατέμνω]] τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· [[περί]] τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />disserter sur des riens : [[περί]] τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> λεπτολογέομαι-οῦμαι disserter subtilement : [[τι]] sur qch ; [[τι]] [[πρός]] τινα sur qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτολόγος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτολογέω Medium diacritics: λεπτολογέω Low diacritics: λεπτολογέω Capitals: ΛΕΠΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: leptologéō Transliteration B: leptologeō Transliteration C: leptologeo Beta Code: leptologe/w

English (LSJ)

   A speak subtly, chop logic, quibble, Ar.Nu.320; περί τινος S.E.M.1.65; λ. τι discuss in quibbling fashion, Luc.Bis Acc.34, D.C.55.28:—also in Med., Luc.Prom.Es6; τι πρός τινα Id.JConf. 10.

German (Pape)

[Seite 30] sein, genau reden, untersuchen, spitzfindig reden, mit verächtlicher Nebenbdtg, Ar. Nubb. 320 u. nach ihm Luc. Prometh. 6; pass., D. Cass. 55, 28; Nicom. arithm. 2, 28 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολογέω: ὁμιλῶ λεπτολόγως, κατατέμνω τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
disserter sur des riens : περί τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;
Moy. λεπτολογέομαι-οῦμαι disserter subtilement : τι sur qch ; τι πρός τινα sur qch contre qqn.
Étymologie: λεπτολόγος.