λοχαγέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· [[μετὰ]] γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21. | |lstext='''λοχᾱγέω''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε [[λοχαγός]]), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ [[λόχον]] (συνήθως [[σῶμα]] ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· [[μετὰ]] γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω,
A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21. II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.