λουτροφόρος: Difference between revisions
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, [[Πολυδ]]. Γ΄, 43· [[ἐντεῦθεν]] λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., [[λουτροφόρος]], ἡ, ἡ μέλαινα [[ὑδρία]] ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων [[λουτροφόρος]] τῷ μνήματι ἐφίστατο, [[κόρη]] [[ἀγγεῖον]] ἔχουσα ὑδροφόρον» [[Πολυδ]]. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[βαλανεῖον]]. | |lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, [[Πολυδ]]. Γ΄, 43· [[ἐντεῦθεν]] λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., [[λουτροφόρος]], ἡ, ἡ μέλαινα [[ὑδρία]] ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων [[λουτροφόρος]] τῷ μνήματι ἐφίστατο, [[κόρη]] [[ἀγγεῖον]] ἔχουσα ὑδροφόρον» [[Πολυδ]]. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[βαλανεῖον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte de l’eau pour un bain ; <i>particul.</i> [[λουτροφόρος]] [[παῖς]] jeune garçon qui apportait au fiancé, le jour du mariage, de l’eau de la fontaine Callirrhoé;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[λουτροφόρος]] (<i>s.e.</i> [[παρθένος]]) statue de jeune femme portant l’eau de ce bain et qu’on plaçait sur la tombe des célibataires.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bringing water: παῖς, παρθένος λ. at Athens the boy or girl who, as next of kin to the bridegroom, fetched him water from the fountain Callirrhoe on his wedding day, Harp. s.v., Paus.2.10.4, Poll.3.43: hence λ. χλιδή marriageceremony, E.Ph.348 (lyr.). 2 as Subst., λουτροφόρος, ἡ, black urn placed on the tomb of an unmarried person, D.44.18,30, Poll.8.66; cf. λίβυς.
Greek (Liddell-Scott)
λουτροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ πρὸς λοῦσιν· (λουτρόν). - παῖς, παρθένος λ., ἐν Ἀθήναις, παῖς ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν ὕδωρ ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου αὐτοῦ, πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, Πολυδ. Γ΄, 43· ἐντεῦθεν λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., λουτροφόρος, ἡ, ἡ μέλαινα ὑδρία ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων λουτροφόρος τῷ μνήματι ἐφίστατο, κόρη ἀγγεῖον ἔχουσα ὑδροφόρον» Πολυδ. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. βαλανεῖον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte de l’eau pour un bain ; particul. λουτροφόρος παῖς jeune garçon qui apportait au fiancé, le jour du mariage, de l’eau de la fontaine Callirrhoé;
2 subst. ἡ λουτροφόρος (s.e. παρθένος) statue de jeune femme portant l’eau de ce bain et qu’on plaçait sur la tombe des célibataires.
Étymologie: λουτρόν, φέρω.