μανιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰνιάς''': -άδος, ἡ, ([[μανία]]) [[ἐμμανής]], μαινόμενος, [[μανικός]], μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι [[αὐτόθι]] 270.
|lstext='''μᾰνιάς''': -άδος, ἡ, ([[μανία]]) [[ἐμμανής]], μαινόμενος, [[μανικός]], μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι [[αὐτόθι]] 270.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιάς Medium diacritics: μανιάς Low diacritics: μανιάς Capitals: ΜΑΝΙΑΣ
Transliteration A: maniás Transliteration B: manias Transliteration C: manias Beta Code: mania/s

English (LSJ)

άδος,

   A frantic, mad, μανιάσιν νόσοις S.Aj.59; λύσσας μανιάδος E.Or.327 (lyr.), cf. S.Fr.941.4: with neut. Subst. in dat. pl., μανιάσιν λυσσήμασι E.Or.270.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιάς: -άδος, ἡ, (μανία) ἐμμανής, μαινόμενος, μανικός, μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι αὐτόθι 270.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. aux trois genres;
furieux.
Étymologie: μανία.