λοιδορία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιδορία''': ἡ, ([[λοιδορέω]]), [[ὕβρις]], [[ὀνειδισμός]], [[κακολογία]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15. | |lstext='''λοιδορία''': ἡ, ([[λοιδορέω]]), [[ὕβρις]], [[ὀνειδισμός]], [[κακολογία]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />reproche blessant, invective, injure.<br />'''Étymologie:''' [[λοίδορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A railing, abuse, reproach, Antipho 2.1.4, Ar.Fr.346, Th.2.84, Pl. Euthd.288b, Phld.Lib.p.29 O., etc.; εἰς γέλωτα καὶ λ. ἐμβαλόντες D.10.75: pl., Lys.21.8, Pl.Tht.174c.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδορία: ἡ, (λοιδορέω), ὕβρις, ὀνειδισμός, κακολογία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
reproche blessant, invective, injure.
Étymologie: λοίδορος.