μακρηγορέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρηγορέω''': ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· [[ὅπως]] ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ [[τρύχω]] Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
|lstext='''μακρηγορέω''': ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· [[ὅπως]] ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ [[τρύχω]] Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler longuement.<br />'''Étymologie:''' [[μακρήγορος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορέω Medium diacritics: μακρηγορέω Low diacritics: μακρηγορέω Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: makrēgoréō Transliteration B: makrēgoreō Transliteration C: makrigoreo Beta Code: makrhgore/w

English (LSJ)

   A speak at great length, be long-winded, A.Th.1057, Hp.Nat.Puer.12, E.Hipp.704, Th.1.68, 2.36, Herod.2.60:—Pass., Porph.Chr.23.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορέω: ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· ὅπως ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ τρύχω Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler longuement.
Étymologie: μακρήγορος.