μελάγχλαινος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάγχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι [[ἔθνος]] παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ. | |lstext='''μελάγχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι [[ἔθνος]] παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au manteau noir.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[χλαῖνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A black-cloaked, Mosch.3.27 (glossed by διαυγής, Hsch.). II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχλαινος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι ἔθνος παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.