μελύδριον: Difference between revisions
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μέλος]] Α, μικρόν τι [[μέλος]] τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μέλος]] Β, [[ᾠδάριον]], [[ᾀσμάτιον]], «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2. | |lstext='''μελύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μέλος]] Α, μικρόν τι [[μέλος]] τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μέλος]] Β, [[ᾠδάριον]], [[ᾀσμάτιον]], «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit membre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος A,
A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.
German (Pape)
[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.
Greek (Liddell-Scott)
μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.