μάρτυρος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάρτῠρος''': ὁ, [[ἀρχαῖος]] Ἐπικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μάρτυρ]], [[μάρτυς]]· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα [[Ζεὺς]] [[μάρτυρος]]. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον. | |lstext='''μάρτῠρος''': ὁ, [[ἀρχαῖος]] Ἐπικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μάρτυρ]], [[μάρτυς]]· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα [[Ζεὺς]] [[μάρτυρος]]. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />témoin, protecteur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάρτυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Ep. form for
A μάρτυς, ἐστὲ μάρτυροι Il. 2.302, etc.; also in Central Greece, IG9(1).226 (Drymaea), 364 (Naupactus), GDI 1684, al. (Delph.), etc.: sg. once in Od., οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος 16.423, cf. PGen.54.6 (iv A.D.). (Zenod. rejected this form, but it is defended in Sch. Il.Oxy.1087.22.)
German (Pape)
[Seite 97] ὁ, altepisch = μάρτυς, Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος, Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.
Greek (Liddell-Scott)
μάρτῠρος: ὁ, ἀρχαῖος Ἐπικ. τύπος ἀντὶ μάρτυρ, μάρτυς· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
témoin, protecteur.
Étymologie: cf. μάρτυς.