μελλόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελλόγᾰμος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
|lstext='''μελλόγᾰμος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le point de se marier.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[γάμος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόγᾰμος Medium diacritics: μελλόγαμος Low diacritics: μελλόγαμος Capitals: ΜΕΛΛΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: mellógamos Transliteration B: mellogamos Transliteration C: mellogamos Beta Code: mello/gamos

English (LSJ)

ον,

   A betrothed, S.Ant.628 (codd. plurimi, anap.), Theoc.22.140, Euph. 7.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόγᾰμος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 (ἔνθα ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le point de se marier.
Étymologie: μέλλω, γάμος.