μέταζε: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., ([[μετὰ]]) [[μεταξύ]] ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τὰ [[μέταζε]] χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ [[μεταξύ]]). | |lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., ([[μετὰ]]) [[μεταξύ]] ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τὰ [[μέταζε]] χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ [[μεταξύ]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />dans la suite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], -ζε. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (μετά)
A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v. l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύ ἢ μετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.