μεταπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[διαφόρως]], τροποποιῶ, [[μεταβάλλω]], Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι [[αὐτόθι]] 92Β· ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., [[σχηματίζω]] πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, [[εὐθεῖα]] γὰρ ἡ [[ὑσμίνη]]· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.
|lstext='''μεταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[διαφόρως]], τροποποιῶ, [[μεταβάλλω]], Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι [[αὐτόθι]] 92Β· ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., [[σχηματίζω]] πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, [[εὐθεῖα]] γὰρ ἡ [[ὑσμίνη]]· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.
}}
{{bailly
|btext=modeler autrement, transformer ; <i>Pass.</i> être transformé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπλάσσω Medium diacritics: μεταπλάσσω Low diacritics: μεταπλάσσω Capitals: ΜΕΤΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: metaplássō Transliteration B: metaplassō Transliteration C: metaplasso Beta Code: metapla/ssw

English (LSJ)

Att. μεταπλάττω,

   A mould differently, remodel, Pl.Ti.92b, Iamb.Myst.3.28; τι εἴς τι Pl.Ti.50a (so in Med., AP9.708 (Phil.)); βίον μ. ἄλλοι ἄλλως Melinnoap.Stob.3.7.12.    2 counterfeit, τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220.    II Gramm., in Pass., to be formed by metaplasm, A.D.Adv.184.11, Arc.129.6, Eust.58.38.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω διαφόρως, τροποποιῶ, μεταβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι αὐτόθι 92Β· (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., σχηματίζω πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, εὐθεῖα γὰρ ἡ ὑσμίνη· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.

French (Bailly abrégé)

modeler autrement, transformer ; Pass. être transformé.
Étymologie: μετά, πλάσσω.