μιμητός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑμητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα [[Πολυδ]]. Α΄, 7. | |lstext='''μῑμητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα [[Πολυδ]]. Α΄, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qu’il faut <i>ou</i> qu’on peut imiter.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be imitated or copied, X. Mem.3.10.4, etc.
German (Pape)
[Seite 187] nachahmungswerth, Xen. Mem. 3, 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα Πολυδ. Α΄, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’il faut ou qu’on peut imiter.
Étymologie: μιμέομαι.