μακροβιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροβιότης''': -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, [[μακροζωΐα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.
|lstext='''μακροβιότης''': -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, [[μακροζωΐα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />longévité.<br />'''Étymologie:''' [[μακρόβιος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροβῐότης Medium diacritics: μακροβιότης Low diacritics: μακροβιότης Capitals: ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΣ
Transliteration A: makrobiótēs Transliteration B: makrobiotēs Transliteration C: makroviotis Beta Code: makrobio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr.HP4.13.2.

Greek (Liddell-Scott)

μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.