νεακόνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεᾱκόνητος''': -ον, ([[ἀκονάω]]) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον [[αἷμα]] χειροῖν ἔχων, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ([[μετὰ]] τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν [[αἷμα]] διὰ τῆς λέξ. [[ξίφος]]· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· [[ἐντεῦθεν]] ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ [[καίνω]], κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ [[νεόφονος]]· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.
|lstext='''νεᾱκόνητος''': -ον, ([[ἀκονάω]]) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον [[αἷμα]] χειροῖν ἔχων, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ([[μετὰ]] τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν [[αἷμα]] διὰ τῆς λέξ. [[ξίφος]]· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· [[ἐντεῦθεν]] ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ [[καίνω]], κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ [[νεόφονος]]· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκονάω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεήκης]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾰκόνητος Medium diacritics: νεακόνητος Low diacritics: νεακόνητος Capitals: ΝΕΑΚΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neakónētos Transliteration B: neakonētos Transliteration C: neakonitos Beta Code: neako/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A newlywhetted, νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων S.El.1394 (lyr.); cf. αἷμα 11 fin.

German (Pape)

[Seite 234] neu geschärft, eben erst geschliffen, Hesych., Schol. Soph. El. [Vgl. über das α Lob. zu Phryn. 701.]

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱκόνητος: -ον, (ἀκονάω) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων, ἔνθα ὁ Σχολ. (μετὰ τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν αἷμα διὰ τῆς λέξ. ξίφος· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· ἐντεῦθεν ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ καίνω, κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ νεόφονος· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Par. νεήκης.